- επιτυχημένα
- και πιτυχημένα και πετυχημένα επίρρ.επιτυχώς, με επιτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
επιτετευγμένως — ἐπιτετευγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτυγχάνω) με επιτυχία, επιτυχημένα … Dictionary of Greek
ευφυολόγος — ο 1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος 2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία. επίρρ... ευφυολόγως με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βολφ-Φεράρι, Ερμάνο — (Ermanno Wolf Ferrari, Βενετία 1876 – 1948).Ιταλογερμανός συνθέτης. Από Γερμανό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, ο Β. Φ. σπούδασε στο Μόναχο (1893 95) και επέστρεψε στην Ιταλία, όπου άρχισε τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης με το ορατόριο La Sulamita και … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek